- αζεοτροπικά
- Διάφορα μείγματα υγρών που βράζουν σε κάποια σταθερή θερμοκρασία, διατηρώντας σταθερή σύσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Σίντνεϊ — (Sidney Young, 1857 – 1937). Άγγλος χημικός. Υπήρξε καθηγητής στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου (Trinity College), καθώς και συνεργάτης του διάσημου χημικού Γουίλιαμ Ράμσεϊ. Έγινε γνωστός για τις έρευνές του στη φυσικοχημεία… … Dictionary of Greek